Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prominènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [promiˈnɛntsa]

1 εξύψωση
2 οίδημα
3 ύψωμα
4 πρήξιμο από χτύπημα
5 καμπούρα
6 ψήλωμα
7 καρούμπαλο
8 εξόγκωμα
9 έξαρμα
10 έξαρση εδάφους
11 προεξοχή
12 προεκβολή
13 έπαρμα
14 τούρλωμα
15 προβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prominente promiscuamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

promettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
promettere (ρ. μτβ.)
promettersi (ρ.μ. (αντων.))
promettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
prominente (επίθ.)
prominenza (θηλ.ουσ)
promiscuamente (επίρ.)
promiscuità (θηλ.ουσ)
promiscuo (επίθ.)
promissario (ουσ αρσ )
promissorio (επίθ.)
promontorio (ουσ αρσ )
promosso (ουσ αρσ )
promosso (επίθ.)
promotore (ουσ αρσ )
promotore (επίθ.)
promovimento (ουσ αρσ )
promozionale (επίθ.)
promozione (θηλ.ουσ)
promulgare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---