Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


promettitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [promettiˈtore]

υποσχόμενος άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  promettersi prominente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prometeico (επίθ.)
prometeo (ουσ αρσ )
promettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
promettere (ρ. μτβ.)
promettersi (ρ.μ. (αντων.))
promettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
prominente (επίθ.)
prominenza (θηλ.ουσ)
promiscuamente (επίρ.)
promiscuità (θηλ.ουσ)
promiscuo (επίθ.)
promissario (ουσ αρσ )
promissorio (επίθ.)
promontorio (ουσ αρσ )
promosso (ουσ αρσ )
promosso (επίθ.)
promotore (ουσ αρσ )
promotore (επίθ.)
promovimento (ουσ αρσ )
promozionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---