Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprolificazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [prolifikatˈtsjone] 1 εξάπλωση 2 πολλαπλασιασμός 3 ραγδαία αύξηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |