Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proliferàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [prolifeˈrare]

1 αναπτύσσομαι ραγδαίως
2 εξαπλώνομαι
3 πολλαπλασιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prolettico proliferazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prolessi (θηλ.ουσ)
proletariato (ουσ αρσ )
proletario (αρσ. επίθ και ουσ)
proletarizzare (ρ. μτβ.)
prolettico (επίθ.)
proliferare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
proliferazione (θηλ.ουσ)
prolifero (επίθ.)
prolificare (ρ.αμτβ.)
prolificazione (θηλ.ουσ)
prolificità (θηλ.ουσ)
prolifico (επίθ.)
prolissamente (επίρ.)
prolissità (θηλ.ουσ)
prolisso (επίθ.)
prologo (ουσ αρσ )
proludere (ρ.αμτβ.)
prolunga (θηλ.ουσ)
prolungabile (επίθ.)
prolungabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---