Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proletàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [proleˈtarjo]

προλετάριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proletariato proletarizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prole (θηλ.ουσ)
prolegato (ουσ αρσ )
prolegomeni (ουσ αρσ πληθ.)
prolessi (θηλ.ουσ)
proletariato (ουσ αρσ )
proletario (αρσ. επίθ και ουσ)
proletarizzare (ρ. μτβ.)
prolettico (επίθ.)
proliferare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
proliferazione (θηλ.ουσ)
prolifero (επίθ.)
prolificare (ρ.αμτβ.)
prolificazione (θηλ.ουσ)
prolificità (θηλ.ουσ)
prolifico (επίθ.)
prolissamente (επίρ.)
prolissità (θηλ.ουσ)
prolisso (επίθ.)
prologo (ουσ αρσ )
proludere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---