Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόproletariàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proletaˈrjato] 1 προλεταριάτο 2 εργατιά 3 εργατική τάξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |