Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prolificità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prolifiʧiˈta]

1 πολλαπλασιασμός
2 ραγδαία αύξηση
3 γονιμότητα
4 ευφορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prolificazione prolifico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proliferare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
proliferazione (θηλ.ουσ)
prolifero (επίθ.)
prolificare (ρ.αμτβ.)
prolificazione (θηλ.ουσ)
prolificità (θηλ.ουσ)
prolifico (επίθ.)
prolissamente (επίρ.)
prolissità (θηλ.ουσ)
prolisso (επίθ.)
prologo (ουσ αρσ )
proludere (ρ.αμτβ.)
prolunga (θηλ.ουσ)
prolungabile (επίθ.)
prolungabilità (θηλ.ουσ)
prolungamento (ουσ αρσ )
prolungare (ρ. μτβ.)
prolungarsi (ρ.μ. (αντων.))
prolungato (αρσ. επίθ και ουσ)
prolungazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---