Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprolungàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [prolunˈgato] 1 που έχει πάρει παράταση 2 τραβηγμένος 3 καθυστερημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |