Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prolungàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [prolunˈgato]

1 που έχει πάρει παράταση
2 τραβηγμένος
3 καθυστερημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prolungarsi prolungazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prolungabile (επίθ.)
prolungabilità (θηλ.ουσ)
prolungamento (ουσ αρσ )
prolungare (ρ. μτβ.)
prolungarsi (ρ.μ. (αντων.))
prolungato (αρσ. επίθ και ουσ)
prolungazione (θηλ.ουσ)
prolusione (θηλ.ουσ)
proluvie (θηλ.ουσ)
promemoria (ουσ αρσ )
promessa (θηλ.ουσ)
promesso (ουσ αρσ )
promesso (επίθ.)
prometeico (επίθ.)
prometeo (ουσ αρσ )
promettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
promettere (ρ. μτβ.)
promettersi (ρ.μ. (αντων.))
promettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
prominente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---