Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


promésso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈmesso]

1 αρραβωνιασμένος
2 λογοδοσμένος
3 αρραβωνιαστικός
4 μνηστήρας

promésso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [proˈmesso]

που έχει υποσχεθεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  promessa prometeico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prolungazione (θηλ.ουσ)
prolusione (θηλ.ουσ)
proluvie (θηλ.ουσ)
promemoria (ουσ αρσ )
promessa (θηλ.ουσ)
promesso (ουσ αρσ )
promesso (επίθ.)
prometeico (επίθ.)
prometeo (ουσ αρσ )
promettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
promettere (ρ. μτβ.)
promettersi (ρ.μ. (αντων.))
promettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
prominente (επίθ.)
prominenza (θηλ.ουσ)
promiscuamente (επίρ.)
promiscuità (θηλ.ουσ)
promiscuo (επίθ.)
promissario (ουσ αρσ )
promissorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---