ItalianoGreco


promésso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈmesso]

1 αρραβωνιασμένος
2 λογοδοσμένος
3 αρραβωνιαστικός
4 μνηστήρας

promésso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [proˈmesso]

που έχει υποσχεθεί


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---