Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


promemòria  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [promeˈmɔrja]

η υπόμνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proluvie promessa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prolungarsi (ρ.μ. (αντων.))
prolungato (αρσ. επίθ και ουσ)
prolungazione (θηλ.ουσ)
prolusione (θηλ.ουσ)
proluvie (θηλ.ουσ)
promemoria (ουσ αρσ )
promessa (θηλ.ουσ)
promesso (ουσ αρσ )
promesso (επίθ.)
prometeico (επίθ.)
prometeo (ουσ αρσ )
promettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
promettere (ρ. μτβ.)
promettersi (ρ.μ. (αντων.))
promettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
prominente (επίθ.)
prominenza (θηλ.ουσ)
promiscuamente (επίρ.)
promiscuità (θηλ.ουσ)
promiscuo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---