Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprolùvie
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [proˈluvje] 1 φούσκωμα ποταμιού 2 διάρροια 3 πλημμύρα 4 πλημμυρίδα 5 πλημμύρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |