Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prolungàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [prolunˈgare]

1 (vacanza) παρατείνω
2 (strada) προεκτείνω

prolungarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [prolunˈgarsi]

1 ενδιατρίβω
2 διευρύνομαι
3 απλώνομαι
4 επιμηκύνομαι
5 χρονοτριβώ
6 παρατείνομαι
7 επεκτείνομαι
8 διαιωνίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prolungamento prolungato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proludere (ρ.αμτβ.)
prolunga (θηλ.ουσ)
prolungabile (επίθ.)
prolungabilità (θηλ.ουσ)
prolungamento (ουσ αρσ )
prolungare (ρ. μτβ.)
prolungarsi (ρ.μ. (αντων.))
prolungato (αρσ. επίθ και ουσ)
prolungazione (θηλ.ουσ)
prolusione (θηλ.ουσ)
proluvie (θηλ.ουσ)
promemoria (ουσ αρσ )
promessa (θηλ.ουσ)
promesso (ουσ αρσ )
promesso (επίθ.)
prometeico (επίθ.)
prometeo (ουσ αρσ )
promettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
promettere (ρ. μτβ.)
promettersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---