Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prolàsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈlasso]

1 πτώση (του ορθού)
2 πρόπτωση (μήτρας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proiezione prole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proiettività (θηλ.ουσ)
proiettivo (επίθ.)
proietto (ουσ αρσ )
proiettore (ουσ αρσ )
proiezione (θηλ.ουσ)
prolasso (ουσ αρσ )
prole (θηλ.ουσ)
prolegato (ουσ αρσ )
prolegomeni (ουσ αρσ πληθ.)
prolessi (θηλ.ουσ)
proletariato (ουσ αρσ )
proletario (αρσ. επίθ και ουσ)
proletarizzare (ρ. μτβ.)
prolettico (επίθ.)
proliferare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
proliferazione (θηλ.ουσ)
prolifero (επίθ.)
prolificare (ρ.αμτβ.)
prolificazione (θηλ.ουσ)
prolificità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---