Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprolàsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proˈlasso] 1 πτώση (του ορθού) 2 πρόπτωση (μήτρας) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |