Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prodigalménte (επίρ.) produttóre (επίθ.)
prodigàre (ρ. μτβ.) produzióne (θηλ.ουσ)
prodigarsi (ρ.μ. (αντων.)) proemiàle (επίθ.)
prodìgio (ουσ αρσ ) proemiàre (ρ.αμτβ.)
prodigiosaménte (επίρ.) proèmio (ουσ αρσ )
prodigiosità (θηλ.ουσ) pròf (ουσ αρσ και θηλ.)
prodigióso (επίθ.) profanàre (ρ. μτβ.)
pròdigo (ουσ αρσ ) profanatóre (ουσ αρσ )
pròdigo (επίθ.) profanatóre (επίθ.)
proditoriaménte (επίρ.) profanazióne (θηλ.ουσ)
proditòrio (επίθ.) profanità (θηλ.ουσ)
prodittatóre (ουσ αρσ ) profàno (ουσ αρσ )
prodittatoriale (επίθ.) profàno (επίθ.)
prodótto (ουσ αρσ ) profàse (θηλ.ουσ)
prodótto (επίθ.) profènda (θηλ.ουσ)
prodròmico (επίθ.) proferìbile (επίθ.)
pròdromo (αρσ. επίθ και ουσ) proferiménto (ουσ αρσ )
producènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) proferìre (ρ. μτβ.)
producìbile (επίθ.) proferirsi (ρ.μ. (αντων.))
prodursi (ρ.μ. (αντων.)) professànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prodùrre (ρ. μτβ.) professàre (ρ. μτβ.)
produttivìstico (επίθ.) professarsi (ρ.μ. (αντων.))
produttività (θηλ.ουσ) professionàle (επίθ.)
produttìvo (επίθ.) professionalità (θηλ.ουσ)
produttóre (ουσ αρσ ) professionalménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: