Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panìsmo (ουσ αρσ ) panslavìsmo (ουσ αρσ )
paniùzza (θηλ.ουσ) panslavìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
paniuzzo (ουσ αρσ ) panslavistico (επίθ.)
pànna (θηλ.ουσ) panslàvo (επίθ.)
pannàre (ρ.αμτβ.) pantagruèlico (επίθ.)
panne (θηλ.ουσ) pantalonàia (θηλ.ουσ)
panneggiaménto (ουσ αρσ ) pantaloncìni (ουσ αρσ πληθ.)
panneggiàre (ρ.αμτβ.) pantalóni (ουσ αρσ πληθ.)
pannéggio (ουσ αρσ ) pantàno (αρσ. επίθ και ουσ)
pannèllo (ουσ αρσ ) pantanóso (επίθ.)
pannicèllo (ουσ αρσ ) panteìsmo (ουσ αρσ )
pannìcolo (ουσ αρσ ) panteìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pànno (ουσ αρσ ) panteìstico (επίθ.)
pannòcchia (θηλ.ουσ) pantèra (θηλ.ουσ)
pannolàno (ουσ αρσ ) pàntheon (ουσ αρσ )
pannolìno (ουσ αρσ ) pantòfola (θηλ.ουσ)
panòplia (θηλ.ουσ) pantofolàio (αρσ. επίθ και ουσ)
panoràma (ουσ αρσ ) pantofolerìa (θηλ.ουσ)
panoràmica (θηλ.ουσ) pantogràfico (επίθ.)
panoramicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) pantografìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
panoramicità (θηλ.ουσ) pantògrafo (ουσ αρσ )
panoràmico (επίθ.) pantomìma (θηλ.ουσ)
panòrpa (θηλ.ουσ) pantomìmico (επίθ.)
pansé (θηλ.ουσ) pantomìmo (ουσ αρσ )
pansessualìsmo (ουσ αρσ ) pantotènico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: