Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orizzontalménte (επίρ.) ornatézza (θηλ.ουσ)
orizzontaménto (ουσ αρσ ) ornatìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
orizzontàre (ρ. μτβ.) ornatìvo (επίθ.)
orizzontàrsi (ρ. μ. αμτβ.) ornàto (ουσ αρσ )
orizzónte (ουσ αρσ ) ornàto (επίθ.)
orlàre (ρ. μτβ.) ornatóre (ουσ αρσ )
orlatrìce (θηλ.ουσ) ornatùra (θηλ.ουσ)
orlatùra (θηλ.ουσ) orneblènda (θηλ.ουσ)
órlo (ουσ αρσ ) ornèllo (ουσ αρσ )
òrlon (ουσ αρσ ) ornièllo (ουσ αρσ )
órma (θηλ.ουσ) ornitologìa (θηλ.ουσ)
ormài (επίρ.) ornitològico (επίθ.)
ormeggiàre (ρ. μτβ.) ornitòlogo (ουσ αρσ )
ormeggiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) ornitomanzìa (θηλ.ουσ)
orméggio (ουσ αρσ ) ornitorìnco (ουσ αρσ )
ormonàle (επίθ.) ornitòsi (θηλ.ουσ)
ormóne (ουσ αρσ ) ornitòttero (ουσ αρσ )
ormònico (επίθ.) órno (ουσ αρσ )
ormonoterapìa (θηλ.ουσ) òro (ουσ αρσ )
ornamentàle (επίθ.) orobànche (θηλ.ουσ)
ornamentare (ρ. μτβ.) orofarìnge (ουσ αρσ και θηλ.)
ornamentazióne (θηλ.ουσ) orogènesi (θηλ.ουσ)
ornaménto (ουσ αρσ ) orogenètico (επίθ.)
ornàre (ρ. μτβ.) orografìa (θηλ.ουσ)
ornarsi (ρ.μ. (αντων.)) orogràfico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: