Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

onoràndo (επίθ.) ontologìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
onorànza (θηλ.ουσ) ONU (ακρ.)
onoràre (ρ. μτβ.) onùsto (επίθ.)
onorarsi (ρ.μ. (αντων.)) ooblàsto (ουσ αρσ )
onoràrio (ουσ αρσ ) oocìta (ουσ αρσ )
onoràrio (επίθ.) oogènesi (θηλ.ουσ)
onorataménte (επίρ.) oogònio (ουσ αρσ )
onoratézza (θηλ.ουσ) oolìte (θηλ.ουσ)
onoràto (αρσ. επίθ και ουσ) oolìtico (επίθ.)
onóre (ουσ αρσ ) oosfèra (θηλ.ουσ)
onorévole (ουσ αρσ και θηλ.) oospòra, oòspora (θηλ.ουσ)
onorévole (επίθ.) opacità (θηλ.ουσ)
onorevolézza (θηλ.ουσ) opacizzàre (ρ. μτβ.)
onorevolménte (επίρ.) opacizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
onorificènza (θηλ.ουσ) opacizzazióne (θηλ.ουσ)
onorìfico (επίθ.) opàco (επίθ.)
ónta (θηλ.ουσ) opàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ontanéta (θηλ.ουσ) opalescènte (επίθ.)
ontanéto (ουσ αρσ ) opalescènza (θηλ.ουσ)
ontàno (ουσ αρσ ) opalìna (θηλ.ουσ)
ontogènesi (θηλ.ουσ) opalìno (αρσ. επίθ και ουσ)
ontogenètico (επίθ.) op–art (θηλ.ουσ)
ontologìa (θηλ.ουσ) òpera (θηλ.ουσ)
ontològico (επίθ.) operàbile (επίθ.)
ontologìsmo (ουσ αρσ ) operabilità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: