ónta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈonta]
1 καταισχύνη
2 ξεφτιλισμός
3 όνειδος
4 αισχρότητα
5 ατίμωση
6 ντροπή
7 ατιμία
8 αιδώς
9 εμπτυσμός
10 ντρόπιασμα
11 αχρειότητα
12 τραύμα
13 εξύβριση
14 βρισιά
15 αδικία
16 ζημιά
17 κάκωση
18 πλήγμα
19 βλάβη
20 προστυχιά
21 έκτροπο
22 προσβολή
23 βιαιοπραγία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈonta]
1 καταισχύνη
2 ξεφτιλισμός
3 όνειδος
4 αισχρότητα
5 ατίμωση
6 ντροπή
7 ατιμία
8 αιδώς
9 εμπτυσμός
10 ντρόπιασμα
11 αχρειότητα
12 τραύμα
13 εξύβριση
14 βρισιά
15 αδικία
16 ζημιά
17 κάκωση
18 πλήγμα
19 βλάβη
20 προστυχιά
21 έκτροπο
22 προσβολή
23 βιαιοπραγία
permalink
onta (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android