Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ónta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈonta]

1 καταισχύνη
2 ξεφτιλισμός
3 όνειδος
4 αισχρότητα
5 ατίμωση
6 ντροπή
7 ατιμία
8 αιδώς
9 εμπτυσμός
10 ντρόπιασμα
11 αχρειότητα
12 τραύμα
13 εξύβριση
14 βρισιά
15 αδικία
16 ζημιά
17 κάκωση
18 πλήγμα
19 βλάβη
20 προστυχιά
21 έκτροπο
22 προσβολή
23 βιαιοπραγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onorifico ontaneta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

onorevole (επίθ.)
onorevolezza (θηλ.ουσ)
onorevolmente (επίρ.)
onorificenza (θηλ.ουσ)
onorifico (επίθ.)
onta (θηλ.ουσ)
ontaneta (θηλ.ουσ)
ontaneto (ουσ αρσ )
ontano (ουσ αρσ )
ontogenesi (θηλ.ουσ)
ontogenetico (επίθ.)
ontologia (θηλ.ουσ)
ontologico (επίθ.)
ontologismo (ουσ αρσ )
ontologista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ONU (ακρ.)
onusto (επίθ.)
ooblasto (ουσ αρσ )
oocita (ουσ αρσ )
oogenesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---