Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ontanéto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ontaˈneto]

δάσος με σημύδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ontaneta ontano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

onorevolmente (επίρ.)
onorificenza (θηλ.ουσ)
onorifico (επίθ.)
onta (θηλ.ουσ)
ontaneta (θηλ.ουσ)
ontaneto (ουσ αρσ )
ontano (ουσ αρσ )
ontogenesi (θηλ.ουσ)
ontogenetico (επίθ.)
ontologia (θηλ.ουσ)
ontologico (επίθ.)
ontologismo (ουσ αρσ )
ontologista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ONU (ακρ.)
onusto (επίθ.)
ooblasto (ουσ αρσ )
oocita (ουσ αρσ )
oogenesi (θηλ.ουσ)
oogonio (ουσ αρσ )
oolite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---