onoràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [onoˈrato]
1 αξιότιμος
2 έντιμος
3 δοξασμένος
4 τιμημένος
5 ερίτιμος
6 χρηστός
7 τίμιος
8 εύφημος
9 τιμητικός
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [onoˈrato]
1 αξιότιμος
2 έντιμος
3 δοξασμένος
4 τιμημένος
5 ερίτιμος
6 χρηστός
7 τίμιος
8 εύφημος
9 τιμητικός
permalink
onorato (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android