ItalianoGreco


onoràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [onoˈrato]

1 αξιότιμος
2 έντιμος
3 δοξασμένος
4 τιμημένος
5 ερίτιμος
6 χρηστός
7 τίμιος
8 εύφημος
9 τιμητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---