Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


onoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [onoˈrare]

1 τιμώ
2 δοξάζω
3 αποδέχομαι και πληρώνω (λογαριασμό κλπ)
4 αποδίδω τιμές
5 εκτιμώ
6 σέβομαι

onorarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [onoˈrarsi]

1 περηφανεύομαι
2 αισθάνομαι τιμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onoranza onorario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

onomatopeico (επίθ.)
onorabile (επίθ.)
onorabilità (θηλ.ουσ)
onorando (επίθ.)
onoranza (θηλ.ουσ)
onorare (ρ. μτβ.)
onorarsi (ρ.μ. (αντων.))
onorario (ουσ αρσ )
onorario (επίθ.)
onoratamente (επίρ.)
onoratezza (θηλ.ουσ)
onorato (αρσ. επίθ και ουσ)
onore (ουσ αρσ )
onorevole (ουσ αρσ και θηλ.)
onorevole (επίθ.)
onorevolezza (θηλ.ουσ)
onorevolmente (επίρ.)
onorificenza (θηλ.ουσ)
onorifico (επίθ.)
onta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---