Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


onorabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [onorabiliˈta]

1 τιμιότητα
2 υπόληψη
3 τιμή
4 ακεραιότητα
5 εντιμότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onorabile onorando  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

onomastico (ουσ αρσ )
onomastico (επίθ.)
onomatopea (θηλ.ουσ)
onomatopeico (επίθ.)
onorabile (επίθ.)
onorabilità (θηλ.ουσ)
onorando (επίθ.)
onoranza (θηλ.ουσ)
onorare (ρ. μτβ.)
onorarsi (ρ.μ. (αντων.))
onorario (ουσ αρσ )
onorario (επίθ.)
onoratamente (επίρ.)
onoratezza (θηλ.ουσ)
onorato (αρσ. επίθ και ουσ)
onore (ουσ αρσ )
onorevole (ουσ αρσ και θηλ.)
onorevole (επίθ.)
onorevolezza (θηλ.ουσ)
onorevolmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---