Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


onomatopèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [onomatoˈpɛa]

ονοματοποιία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onomastico onomatopeico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

onomasiologia (θηλ.ουσ)
onomasiologico (επίθ.)
onomastica (θηλ.ουσ)
onomastico (ουσ αρσ )
onomastico (επίθ.)
onomatopea (θηλ.ουσ)
onomatopeico (επίθ.)
onorabile (επίθ.)
onorabilità (θηλ.ουσ)
onorando (επίθ.)
onoranza (θηλ.ουσ)
onorare (ρ. μτβ.)
onorarsi (ρ.μ. (αντων.))
onorario (ουσ αρσ )
onorario (επίθ.)
onoratamente (επίρ.)
onoratezza (θηλ.ουσ)
onorato (αρσ. επίθ και ουσ)
onore (ουσ αρσ )
onorevole (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---