Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


onomasiologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [onomazjoloˈʤia]

1 ονοματοθεσία
2 ονοματολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onnivoro onomasiologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

onnipresente (επίθ.)
onnipresenza (θηλ.ουσ)
onnisciente (επίθ.)
onniscienza (θηλ.ουσ)
onnivoro (επίθ.)
onomasiologia (θηλ.ουσ)
onomasiologico (επίθ.)
onomastica (θηλ.ουσ)
onomastico (ουσ αρσ )
onomastico (επίθ.)
onomatopea (θηλ.ουσ)
onomatopeico (επίθ.)
onorabile (επίθ.)
onorabilità (θηλ.ουσ)
onorando (επίθ.)
onoranza (θηλ.ουσ)
onorare (ρ. μτβ.)
onorarsi (ρ.μ. (αντων.))
onorario (ουσ αρσ )
onorario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---