Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόonoràrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [onoˈrarjo] 1 αμοιβή 2 προαιρετική αμοιβή 3 αντιμισθία onoràrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [onoˈrarjo] 1 τιμής ένεκεν 2 επίτιμος 3 τιμητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |