Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόonóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈnore] η τιμή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfare gli onori di casa = κάνω τον οικοδεσπότη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |