Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


onóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈnore]

η τιμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onorato onorevole  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare gli onori di casa = κάνω τον οικοδεσπότη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

onorario (ουσ αρσ )
onorario (επίθ.)
onoratamente (επίρ.)
onoratezza (θηλ.ουσ)
onorato (αρσ. επίθ και ουσ)
onore (ουσ αρσ )
onorevole (ουσ αρσ και θηλ.)
onorevole (επίθ.)
onorevolezza (θηλ.ουσ)
onorevolmente (επίρ.)
onorificenza (θηλ.ουσ)
onorifico (επίθ.)
onta (θηλ.ουσ)
ontaneta (θηλ.ουσ)
ontaneto (ουσ αρσ )
ontano (ουσ αρσ )
ontogenesi (θηλ.ουσ)
ontogenetico (επίθ.)
ontologia (θηλ.ουσ)
ontologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---