Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manovràre (ρ.αμτβ.) manteniménto (ουσ αρσ )
manovràre (ρ. μτβ.) mantenitóre (ουσ αρσ )
manovràto (επίθ.) mantenùta (θηλ.ουσ)
manovratóre (αρσ. επίθ και ουσ) mantenùto (αρσ. επίθ και ουσ)
manovrièro (ουσ αρσ ) màntice (ουσ αρσ )
manovrièro (επίθ.) màntide (ουσ αρσ και θηλ.)
manrovèscio (ουσ αρσ ) mantìglia (θηλ.ουσ)
mansàrda (θηλ.ουσ) mantìglio (ουσ αρσ )
mansionàrio (ουσ αρσ ) mantìssa (θηλ.ουσ)
mansióne (θηλ.ουσ) mànto (ουσ αρσ )
mansuefàre (ρ. μτβ.) Màntova (κύρ.όν. θηλ.)
mansuefarsi (ρ.μ. (αντων.)) mantovàna (θηλ.ουσ)
mansuèto (επίθ.) mantovàno (ουσ αρσ )
mansuetùdine (θηλ.ουσ) mantovàno (επίθ.)
mànta (θηλ.ουσ) manuàle (ουσ αρσ )
mantèca (θηλ.ουσ) manuàle (επίθ.)
mantecàre (ρ. μτβ.) manualìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
mantecàto (ουσ αρσ ) manualìstico (επίθ.)
mantecàto (επίθ.) manualità (θηλ.ουσ)
mantèlla (θηλ.ουσ) manualizzàre (ρ. μτβ.)
mantellètta (θηλ.ουσ) manualménte (επίρ.)
mantellìna (θηλ.ουσ) manùbrio (ουσ αρσ )
mantèllo (ουσ αρσ ) manufàtto (αρσ. επίθ και ουσ)
mantenére (ρ. μτβ.) manutèngolo (ουσ αρσ )
mantenersi (ρ.μ. (αντων.)) manutentóre (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: