Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legittimàre (ρ. μτβ.) Lemàno (κύρ.όν. αρσ.)
legittimàrio (ουσ αρσ ) lémbo (ουσ αρσ )
legittimazióne (θηλ.ουσ) lèmma (ουσ αρσ )
legittimìsmo (ουσ αρσ ) lemmàrio (ουσ αρσ )
legittimìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) lemmatizzàre (ρ. μτβ.)
legittimìstico (επίθ.) lèmme lèmme (επίρ.)
legittimità (θηλ.ουσ) Lèmno (θηλ.ουσ)
legìttimo (επίθ.) lèmure (ουσ αρσ )
légna (θηλ.ουσ) léna, lèna (θηλ.ουσ)
legnàceo (επίθ.) lènci (ουσ αρσ και θηλ.)
legnàia (θηλ.ουσ) lèndine, léndine (ουσ αρσ και θηλ.)
legnaiòlo (αρσ. επίθ και ουσ) lendinóso (επίθ.)
legnàme (ουσ αρσ ) lène (επίθ.)
legnàre (ρ. μτβ.) leniménto (ουσ αρσ )
legnàta (θηλ.ουσ) Leningràdo (κύρ.όν. θηλ.)
légno (ουσ αρσ ) leninìsmo (ουσ αρσ )
legnosità (θηλ.ουσ) leninìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
legnóso (επίθ.) lenìre (ρ. μτβ.)
legulèio (ουσ αρσ ) lenitìvo (επίθ.)
legùme (ουσ αρσ ) lenocìnio (ουσ αρσ )
legumièra (θηλ.ουσ) lenóne (ουσ αρσ )
leguminóse (θηλ. ουσ πληθ.) lentàggine (θηλ.ουσ)
lèi (προσωπ. αντων.) lentaménte (επίρ.)
leishmaniòsi (θηλ.ουσ) lentato (επίθ.)
leitmotiv (ουσ αρσ ) lènte (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: