Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlémbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlembo] 1 τεμάχιο 2 κομματάκι 3 λεπίδα 4 μακριά λουρίδα γης ή νερού 5 άκρη 6 κόψη 7 όριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |