Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


leishmaniòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lejʃmaˈnjɔzi]

λεὶσμανίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lei leitmotiv  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leguleio (ουσ αρσ )
legume (ουσ αρσ )
legumiera (θηλ.ουσ)
leguminose (θηλ. ουσ πληθ.)
lei (προσωπ. αντων.)
leishmaniosi (θηλ.ουσ)
leitmotiv (ουσ αρσ )
Lemano (κύρ.όν. αρσ.)
lembo (ουσ αρσ )
lemma (ουσ αρσ )
lemmario (ουσ αρσ )
lemmatizzare (ρ. μτβ.)
lemme lemme (επίρ.)
Lemno (θηλ.ουσ)
lemure (ουσ αρσ )
lena (θηλ.ουσ)
lenci (ουσ αρσ και θηλ.)
lendine (ουσ αρσ και θηλ.)
lendinoso (επίθ.)
lene (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---