Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlèmure
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛmure] 1 μακάκος 2 κερκοπίθηκος 3 λεμούριος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |