Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlenocìnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lenoˈʧinjo] 1 προαγωγεία 2 θέλγητρο 3 μαύλισμα 4 ρουφιανιά 5 μαστροπεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |