Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlènte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛnte] ο φακός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlente [θηλ.] a contatto = ο φακός εναφής || lente [θηλ.] d'ingrandimento = ο μεγεθυντικός φακός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |