lenóne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [leˈnone]
1 αγαπητικός ιεροδούλων
2 ρουφιάνος
3 σωματέμπορος
4 μαστροπός
5 προαγωγός
6 πορνοβοσκός
7 νταβατζής
8 μαυλιστής
9 προστάτης πουτάνας
10 αγαπητικός πόρνης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [leˈnone]
1 αγαπητικός ιεροδούλων
2 ρουφιάνος
3 σωματέμπορος
4 μαστροπός
5 προαγωγός
6 πορνοβοσκός
7 νταβατζής
8 μαυλιστής
9 προστάτης πουτάνας
10 αγαπητικός πόρνης
permalink
lenone (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android