Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lenitìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [leniˈtivo]

1 καταπραϋντικός
2 μαλακτικός
3 παυσίπονος
4 ηρεμιστικός
5 ανακουφιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lenire lenocinio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lenimento (ουσ αρσ )
Leningrado (κύρ.όν. θηλ.)
leninismo (ουσ αρσ )
leninista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lenire (ρ. μτβ.)
lenitivo (επίθ.)
lenocinio (ουσ αρσ )
lenone (ουσ αρσ )
lentaggine (θηλ.ουσ)
lentamente (επίρ.)
lentato (επίθ.)
lente (θηλ.ουσ)
lentezza (θηλ.ουσ)
lentia (θηλ.ουσ)
lenticchia (θηλ. ουσ πληθ.)
lenticolare (επίθ.)
lentiggine (θηλ. ουσ πληθ.)
lentigginoso (επίθ.)
lentischio (ουσ αρσ )
lentisco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---