Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


leniménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [leniˈmento]

1 κατευνασμός
2 μαλάκωμα
3 ανακούφιση
4 ελάφρυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lene Leningrado  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lena (θηλ.ουσ)
lenci (ουσ αρσ και θηλ.)
lendine (ουσ αρσ και θηλ.)
lendinoso (επίθ.)
lene (επίθ.)
lenimento (ουσ αρσ )
Leningrado (κύρ.όν. θηλ.)
leninismo (ουσ αρσ )
leninista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lenire (ρ. μτβ.)
lenitivo (επίθ.)
lenocinio (ουσ αρσ )
lenone (ουσ αρσ )
lentaggine (θηλ.ουσ)
lentamente (επίρ.)
lentato (επίθ.)
lente (θηλ.ουσ)
lentezza (θηλ.ουσ)
lentia (θηλ.ουσ)
lenticchia (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---