Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lentézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lenˈtettsa]

1 βραδύνοια
2 άργητα
3 βραδύτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lente lentia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lenone (ουσ αρσ )
lentaggine (θηλ.ουσ)
lentamente (επίρ.)
lentato (επίθ.)
lente (θηλ.ουσ)
lentezza (θηλ.ουσ)
lentia (θηλ.ουσ)
lenticchia (θηλ. ουσ πληθ.)
lenticolare (επίθ.)
lentiggine (θηλ. ουσ πληθ.)
lentigginoso (επίθ.)
lentischio (ουσ αρσ )
lentisco (ουσ αρσ )
lento (αρσ. επίθ και ουσ)
lenza (θηλ.ουσ)
lenzuolo (ουσ αρσ )
leonardesco (αρσ. επίθ και ουσ)
Leonardo (κύρ.όν. αρσ.)
leoncino (ουσ αρσ )
leone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---