Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lentìcchia  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [lenˈtikkja]

οι φακές (f.)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lentia lenticolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lentamente (επίρ.)
lentato (επίθ.)
lente (θηλ.ουσ)
lentezza (θηλ.ουσ)
lentia (θηλ.ουσ)
lenticchia (θηλ. ουσ πληθ.)
lenticolare (επίθ.)
lentiggine (θηλ. ουσ πληθ.)
lentigginoso (επίθ.)
lentischio (ουσ αρσ )
lentisco (ουσ αρσ )
lento (αρσ. επίθ και ουσ)
lenza (θηλ.ουσ)
lenzuolo (ουσ αρσ )
leonardesco (αρσ. επίθ και ουσ)
Leonardo (κύρ.όν. αρσ.)
leoncino (ουσ αρσ )
leone (ουσ αρσ )
leonessa (θηλ.ουσ)
Leonida (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---