Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlentìggine
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [lenˈtidʤine] οι φακίδες (f.) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |