Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


leninìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [leniˈnista]

λενινιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leninismo lenire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lendinoso (επίθ.)
lene (επίθ.)
lenimento (ουσ αρσ )
Leningrado (κύρ.όν. θηλ.)
leninismo (ουσ αρσ )
leninista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lenire (ρ. μτβ.)
lenitivo (επίθ.)
lenocinio (ουσ αρσ )
lenone (ουσ αρσ )
lentaggine (θηλ.ουσ)
lentamente (επίρ.)
lentato (επίθ.)
lente (θηλ.ουσ)
lentezza (θηλ.ουσ)
lentia (θηλ.ουσ)
lenticchia (θηλ. ουσ πληθ.)
lenticolare (επίθ.)
lentiggine (θηλ. ουσ πληθ.)
lentigginoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---