Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlegulèio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [leguˈlɛjo] 1 στρεψοδίκης 2 δικολάβος 3 δικηγορίσκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |