Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


légno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈleɲɲo]

το ξύλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  legnata legnosità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di legno = ξύλινος [-η, -ο]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legnaia (θηλ.ουσ)
legnaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
legname (ουσ αρσ )
legnare (ρ. μτβ.)
legnata (θηλ.ουσ)
legno (ουσ αρσ )
legnosità (θηλ.ουσ)
legnoso (επίθ.)
leguleio (ουσ αρσ )
legume (ουσ αρσ )
legumiera (θηλ.ουσ)
leguminose (θηλ. ουσ πληθ.)
lei (προσωπ. αντων.)
leishmaniosi (θηλ.ουσ)
leitmotiv (ουσ αρσ )
Lemano (κύρ.όν. αρσ.)
lembo (ουσ αρσ )
lemma (ουσ αρσ )
lemmario (ουσ αρσ )
lemmatizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---