Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


legnàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [leɲˈɲame]

1 στραβόξυλο καὶκιού
2 ξυλεία
3 οικοδομική ξυλεία
4 ξυλοδεσιά καὶκιού
5 ξυλεία κατάλληλη για έπιπλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  legnaiolo legnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legittimo (επίθ.)
legna (θηλ.ουσ)
legnaceo (επίθ.)
legnaia (θηλ.ουσ)
legnaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
legname (ουσ αρσ )
legnare (ρ. μτβ.)
legnata (θηλ.ουσ)
legno (ουσ αρσ )
legnosità (θηλ.ουσ)
legnoso (επίθ.)
leguleio (ουσ αρσ )
legume (ουσ αρσ )
legumiera (θηλ.ουσ)
leguminose (θηλ. ουσ πληθ.)
lei (προσωπ. αντων.)
leishmaniosi (θηλ.ουσ)
leitmotiv (ουσ αρσ )
Lemano (κύρ.όν. αρσ.)
lembo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---