Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlégna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈleɲɲa] τα καυσόξυλα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstufa [θηλ.] a legna = η σόμπα με ξύλα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |