Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


legìttimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [leˈʤittimo]

νόμιμος (-η, -ο), θεμιτός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  legittimità legna  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


legittima difesa [θηλ.] = σε νόμιμη άμυνα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legittimazione (θηλ.ουσ)
legittimismo (ουσ αρσ )
legittimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
legittimistico (επίθ.)
legittimità (θηλ.ουσ)
legittimo (επίθ.)
legna (θηλ.ουσ)
legnaceo (επίθ.)
legnaia (θηλ.ουσ)
legnaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
legname (ουσ αρσ )
legnare (ρ. μτβ.)
legnata (θηλ.ουσ)
legno (ουσ αρσ )
legnosità (θηλ.ουσ)
legnoso (επίθ.)
leguleio (ουσ αρσ )
legume (ουσ αρσ )
legumiera (θηλ.ουσ)
leguminose (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---