Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


legnaiòlo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [leɲɲaˈjɔlo]

1 ξυλουργός
2 μαραγκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  legnaia legname  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legittimità (θηλ.ουσ)
legittimo (επίθ.)
legna (θηλ.ουσ)
legnaceo (επίθ.)
legnaia (θηλ.ουσ)
legnaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
legname (ουσ αρσ )
legnare (ρ. μτβ.)
legnata (θηλ.ουσ)
legno (ουσ αρσ )
legnosità (θηλ.ουσ)
legnoso (επίθ.)
leguleio (ουσ αρσ )
legume (ουσ αρσ )
legumiera (θηλ.ουσ)
leguminose (θηλ. ουσ πληθ.)
lei (προσωπ. αντων.)
leishmaniosi (θηλ.ουσ)
leitmotiv (ουσ αρσ )
Lemano (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---