Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invìto (ουσ αρσ ) involtarsi (ρ.μ. (αντων.))
invìtto (επίθ.) involtìno (ουσ αρσ )
invivìbile (επίθ.) invòlto (ουσ αρσ )
invizzìre (ρ.αμτβ.) invòlucro (ουσ αρσ )
invocàre (ρ. μτβ.) involutìvo (επίθ.)
invocatìvo (επίθ.) involùto (επίθ.)
invocatóre (ουσ αρσ ) involuzióne (θηλ.ουσ)
invocatóre (επίθ.) invòlvere (ρ. μτβ.)
invocatòrio (επίθ.) invulneràbile (επίθ.)
invocazióne (θηλ.ουσ) invulnerabilità (θηλ.ουσ)
invogliàre (ρ. μτβ.) invulneràto (επίθ.)
invogliarsi (ρ.μ. (αντων.)) inzaccheràre (ρ. μτβ.)
invogliàto (επίθ.) inzaccherarsi (ρ.μ. (αντων.))
involàre (ρ. μτβ.) inzavorràre (ρ. μτβ.)
involàrsi (ρ. μ. αμτβ.) inzeppàre (ρ. μτβ.)
involgarìre (ρ.αμτβ.) inzeppatùra (θηλ.ουσ)
involgarìre (ρ. μτβ.) inzolfaménto (ουσ αρσ )
involgarirsi (ρ.μ. (αντων.)) inzolfàre (ρ. μτβ.)
invòlgere (ρ. μτβ.) inzolfatóio (ουσ αρσ )
involgersi (ρ.μ. (αντων.)) inzolfatùra (θηλ.ουσ)
involgiménto (ουσ αρσ ) inzotichìre (ρ.αμτβ.)
invólo (ουσ αρσ ) inzotichìre (ρ. μτβ.)
involontariaménte (επίρ.) inzotichirsi (ρ.μ. (αντων.))
involontàrio (επίθ.) inzuccàre (ρ. μτβ.)
involtàre (ρ. μτβ.) inzuccarsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: