Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impaurirsi (ρ.μ. (αντων.)) impedantìre (ρ. μτβ.)
impaurìto (επίθ.) impedènza (θηλ.ουσ)
impavesàre (ρ. μτβ.) impedìbile (επίθ.)
impavesàta (θηλ.ουσ) impediènte (επίθ.)
impàvido (επίθ.) impediménto (ουσ αρσ )
impazientàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) impedìre (ρ. μτβ.)
impazientàrsi (ρ. μ. αμτβ.) impeditìvo (επίθ.)
impaziènte (επίθ.) impedìto (αρσ. επίθ και ουσ)
impazienteménte (επίρ.) impegnàre (ρ. μτβ.)
impazientìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) impegnàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
impazientìrsi (ρ. μ. αμτβ.) impegnatìvo (επίθ.)
impaziènza (θηλ.ουσ) impegnàto (επίθ.)
impazzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) impégno (ουσ αρσ )
impazzàta (θηλ.ουσ) impegnóso (επίθ.)
impazziménto (ουσ αρσ ) impegolàre (ρ. μτβ.)
impazzìre (ρ.αμτβ.) impegolàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
impazzìto (επίθ.) impelagàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
impeccàbile (επίθ.) impelàre (ρ. μτβ.)
impeccabilità (θηλ.ουσ) impelarsi (ρ.μ. (αντων.))
impeccabilménte (επίρ.) impellènte (επίθ.)
impecettàre (ρ. μτβ.) impèllere (ρ. μτβ.)
impeciàre (ρ. μτβ.) impellicciàre (ρ. μτβ.)
impeciatùra (θηλ.ουσ) impellicciatùra (θηλ.ουσ)
impecorìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) impèndere (ρ. μτβ.)
impedantìre (ρ.αμτβ.) impenetràbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: