Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giaculatòria (θηλ.ουσ) giàno (ουσ αρσ )
giàda (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) giansenìsmo (ουσ αρσ )
giaggiòlo (ουσ αρσ ) giansenìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giaguàro (ουσ αρσ ) Giappóne (ουσ αρσ )
giaiétto (ουσ αρσ ) giapponése (ουσ αρσ και θηλ.)
gialàppa (θηλ.ουσ) giapponése (επίθ.)
giallàstro (αρσ. επίθ και ουσ) giapponeserìa (θηλ.ουσ)
giallìccio (επίθ.) giàra (θηλ.ουσ)
giallìsta (ουσ αρσ και θηλ.) giardinàggio (ουσ αρσ )
giallìstica (θηλ.ουσ) giardinétta (θηλ.ουσ)
giàllo (ουσ αρσ ) giardinétto (ουσ αρσ )
giàllo (επίθ.) giardinièra (θηλ.ουσ)
giallógnolo (αρσ. επίθ και ουσ) giardinière (ουσ αρσ )
giallóre (ουσ αρσ ) giardìno (ουσ αρσ )
giallùme (ουσ αρσ ) giarrettièra (θηλ.ουσ)
Giamàica (θηλ.ουσ) Giasóne (κύρ.όν. αρσ.)
giamaicàno (αρσ. επίθ και ουσ) giaùrro (ουσ αρσ )
giàmbico (αρσ. επίθ και ουσ) giàva (θηλ.ουσ)
giàmbo (ουσ αρσ ) giavanése (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giammài (επίρ.) giavàzzo (αρσ. επίθ και ουσ)
giandùia (ουσ αρσ ) giavellottìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
gianduiòtto (ουσ αρσ ) giavellòtto (ουσ αρσ )
giannétta (θηλ.ουσ) gìbbo (ουσ αρσ )
Giannìna (θηλ.ουσ) gibbóne (ουσ αρσ )
giannìzzero (ουσ αρσ ) gibbosità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: