Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giaguàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤaˈgwaro]

ιαγουάρος Panthera onca


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giaggiolo giaietto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giacobino (αρσ. επίθ και ουσ)
giaconetta (θηλ.ουσ)
giaculatoria (θηλ.ουσ)
giada (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giaggiolo (ουσ αρσ )
giaguaro (ουσ αρσ )
giaietto (ουσ αρσ )
gialappa (θηλ.ουσ)
giallastro (αρσ. επίθ και ουσ)
gialliccio (επίθ.)
giallista (ουσ αρσ και θηλ.)
giallistica (θηλ.ουσ)
giallo (ουσ αρσ )
giallo (επίθ.)
giallognolo (αρσ. επίθ και ουσ)
giallore (ουσ αρσ )
giallume (ουσ αρσ )
Giamaica (θηλ.ουσ)
giamaicano (αρσ. επίθ και ουσ)
giambico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---